- ιατροδικαστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιατροδικαστή («ιατροδικαστική εξέταση τού πτώματος»)2. το θηλ. ως ουσ. η ιατροδικαστικήκλάδος τής ιατρικής που βοηθά τη δικαιοσύνη σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατροδικαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.